- στραβισμός
- (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις διευθύνσεις, βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία.
Ο σ. ονομάζεται συγκλίνων όταν η απόκλιση είναι προς τα μέσα, αποκλίνων όταν είναι προς τα έξω: η πρώτη περίπτωση είναι πολύ συχνότερη. Μεταξύ των αιτίων του σ. βρίσκονται συχνά η κληρονομικότητα, οι εγκεφαλικές βλάβες, η παρουσία κηλίδων στον κερατοειδή, η εξασθένηση της οπτικής οξύτητας και οι διαθλαστικές ανωμαλίες (μυωπία, υπερμετρωπία κ.ά.). Στον «πραγματικό» σ. διατηρούνται οι κινήσεις του υγιούς οφθαλμού και του αποκλίνοντος οφθαλμού (εξεταζόμενων χωριστά). Αυτό δεν παρατηρείται στον «παραλυτικό» σ., ο οποίος οφείλεται σε παράλυση ή πάρεση ενός οφθαλμοκινητικού μυός λόγω βλάβης του νευρικού συστήματος. Στον σ. η εκτίμηση των αποστάσεων και της διάστασης βάθους αλλοιώνονται σημαντικά.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του σ. πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα. Η θεραπεία αποσκοπεί όχι μόνο στο να φέρει τα μάτια σε παράλληλη θέση, για αισθητικούς λόγους, αλλά κυρίως στο να αποκατασταθεί η διόφθαλμος όραση σε κάθε θέση του βλέμματος. Τα θεραπευτικά μέσα ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του σ. και συνίστανται στη χρησιμοποίηση ειδικών γυαλιών, σε ορθοπτικές ασκήσεις και, αρκετά συχνά, σε λεπτές χειρουργικές επεμβάσεις.
* * *ο, ΝΜΑ [στραβίζω]αδυναμία τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο αντικείμενο προς το οποίο το άτομο ζητά να κατευθύνει το βλέμμα τουνεοελλ.φρ. α) «συγκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα μέσα, προς το άλλο μάτιβ) «αποκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα έξω, απομακρυνόμενο από το άλλο μάτιγ) «συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο η απόκλιση παραμένει σταθερή, άσχετα από τη διεύθυνση προς την οποία κατευθύνεται το βλέμμαδ) «μη συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο ο βαθμός τής μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη διεύθυνση τού βλέμματος.
Dictionary of Greek. 2013.